-
1 ὄχημα
ὄχημα, τό, Alles, was trägt oder stützt, wie Eur. statt γαιήοχος den Zeus γῆς ὄχημα nennt, Troad. 884; vgl. Jacobs zu Achill. Tat. p. 451. – Gew. Fuhrwerk, Fahrzeug; ναυτίλων λινόπτερα, Aesch. Prom. 466; ξὺν ἵπποις καμπύλοις τ' ὀχήμασιν, Suppl. 180; ἱππικά, Soph. El. 730; πολύκωπον ὄχ, ναός, Schiff, Trach. 653; Eur. sowohl ἵππειον, πωλικόν, als νάϊον, Alc. 68 Rhes. 621 I. T. 410; auch ἁρμάτων ὀχήματα, Aesch. Suppl. 662 u. öfter; ζευκτά, Plut. de aere al. 3. – Komisch ὄχημα κανϑάρου, Ar. Pax 830; öfter bei Plat., wie Polit. 288 a, ἐμβιβάσας ὡς εἰς ὄχημα Tim. 41 e, von Schiffen Phaed. 113 d, vgl. Hipp. mai. 295 d, τὰ ὀχήματα τά τε πεζὰ καὶ τὰ ἐν τῇ ϑαλάττῃ πλοῖα; Sp., wie Luc.
-
2 ὄχημα
ὄχημα, τό, alles, was trägt oder stützt. Gew. Fuhrwerk, Fahrzeug; ἐμβιβάσας ὡς εἰς ὄχημα, von Schiffen -
3 ἐμβιβάζω
A set in or on,τινὰ ὡς εἰς ὄχημα Pl.Ti. 41e
;ἐ. εἰς ἴχνος Id.Tht. 193c
:—[voice] Pass., to be put into, take a bath, Herod.Med. ap. Orib.10.37.16.2 put on board ship, cause to embark, ἄνδρας ἐς κελήτιον (v.l. for ἐς-) Th.1.53;εἰς πλοῖα X.An.5.3.1
;ἐ. ναυσίν Plu.Ant.7
, cf. Charito 8.3: abs., put on board, X.An.5.7.8, etc.:—[voice] Med.,ἐμβιβασάμενος αὐτοὺς εἰς τὰς ναῦς Id.HG5.1.19
.3 lead, guide to a thing,εἰς τὸ λῷστον E.HF 856
;εἰς τὴν δικαιοσύνην τοὺς οἰκέτας X.Oec.14.4
;εἰς λόγους D.19.97
;εἰς ἀπέχθειαν Plb.16.38.1
;εἰς μέτρα ἐ. χρησμούς Philostr.VA6.11
;τὴν ἀπάδουσαν εἰς τὸ μέλος Id.Im.2.1
; τοῖς ἀνθρωπίνοις πάθεσιν τὸν θεὸν ἐ. Plu.2.416f.5 ἐ. τινὰ εἰς .. put in possession of.., PFlor.55.31 (i A.D.), etc.6 intr.,οἱ τῆς σταδιαίας πάλης ἐμβιβάζοντες Philostr.VS1.22.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμβιβάζω
-
4 ἐμ-βιβάζω
ἐμ-βιβάζω, hinein-, hinaufsteigen lassen, führen, bringen; εἰς ὄχημα Plat. Tim. 41 e; εἰς πλοῖον Ep. VII, 329 e; τοὺς πολίτας εἰς τὰς τριήρεις Plut. Them. 7; Thuc. 1, 53; Xen. An. 5, 7, 8 u. sonst, auch ohne einen Zusatz; im med., Hell. 5, 1, 19; ναυσί, Sp.; τὰς δυνάμεις εἰς Μακεδονίαν Plut. Ant. 7; auch τινὰ τῇ Ἑλλάδι, Paus. 10, 9, 1; – εἰς τὸ λῷστον ἴχνος, leiten, Eur. Herc. Fur. 856; vgl. Plat. Theaet. 193 c; εἰς τοὺς ὑπὲρ τούτου λόγους Dem. 19, 97; αὐτοὺς εἰς ἀπέχϑειαν, sie verfeinden, Pol. 16, 38, 1; – εἰς τὴν δικαιοσύνην, dazu anleiten, unterweisen, Xen. Oec. 14, 4; εἰς ἐπιστήμην Iambl.
-
5 εμβιβαζω
1) сажать, грузить(τινὰ ἐς κελήτιον Thuc.; εἰς πλοῖον, med. εἰς τὰς ναῦς Xen.; εἰς ὄχημα Plat.; ἐλέφαντας εἴκοσι Plut.)
2) приводить(εἰς τὸ λῷστον ἴχνος τινά Eur.; τινὰ εἰς δικαιοσύνην Xen.; τινὰς εἰς ἀπέχθειαν Polyb.)
εἰς τοὺς ὑπὲρ τῶν πεπραγμένων λόγους ἐ. τινά Dem. — заставить кого-л. говорить о своих поступках -
6 ἀνα-βιβάζω
ἀνα-βιβάζω, 1) hinausgehen-, aufsteigen lassen, ἐπὶ τὸν ἵππον, auf's Pferd helfen, Her. 1, 63 u. sonst, z. B. Plat. Rep. V, 467 c, wie ἐπὶ τὸ ὄχημα Cyr. 4, 2, 28; ἐφ' ἅρμα Her. 4, 180; ἐπὶ τὴν πυρήν 1, 86 (wie Plut. Sol. 28); πύργον 3, 75 (u. Xen. Cyr. 6, 1, 53); ἀψῖδας 4, 72; ἐπὶ λόφον Xen. An. 1, 10, 14; ἐπὶ τροχόν, auf's Folterrad bringen, Andoc. 1, 43; ἀναβιβάζειν τοὺς στρατιώτας ἐπὶ τὸ τεῖχος, die Mauer ersteigen lassen, Polyb. 7, 17, 9; ἐπὶ τὴν ναῦν, d. i. einschiffen, Plut. Pericl. 35 (u. so med., Thuc. 7, 33. 35); aber ἀναβ. τριήρεις, die Schiffe auf's Land ziehen, Xen. Hell. 1, 1, 2; ἐπὶ τὴν σκηνήν, auf die Bühne bringen, Pol. 29, 7; Luc. Tox. 9; Xen. κατὰ τὰ ἀποτομώτατα ἀναβ. Cyr. 7, 2, 3, an dem steilsten Punkte aufsteigen lassen; εἰς τιμήν, zu Ehren erheben, Plut. Cat. mai. 16; übh. erhöhen, steigern, τὰς τιμάς, den Preis, Diod. Sic. 5, 10; φϑόγγους, den Ton herabstimmen, Plut. Tib. Graech. 2; ἀναβ. τὸν τόνον, den Accent zurückziehen, Gramm. – 2) bes. im med., auftreten lassen vor Gericht, Andoc. 1, 148; Lys. 18, 24. 20, 34; vgl. Plat. Apol. 18 d 34 c; ἀναβιβασάμενος αὐτὸν ἐρωτήσω, vorladen und befragen, Is. 11, 4, bes. vom Vorfordern der Zeugen; fut. ἀναβιβῶμαι, Amips. bei Suid.; ἀναβιβᾶται Dem. 19, 310; ἡ τύχη ἀνεβίβαζεν τὴν αὐτῶν ἄγνοιαν Polyb. 11, 6, 8, machte all ihren Unverstand kund.
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия
άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * (I) ἄρμα, η (Α)… … Dictionary of Greek
μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Λαμπράκης, Γρηγόρης — (Κερασίτσα Αρκαδίας 1912 – Θεσσαλονίκη 1963). Πολιτικός. Τελείωσε το γυμνάσιο της Τρίπολης και σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Παράλληλα ασχολήθηκε με τον αθλητισμό και διακρίθηκε σε αγώνες δρόμου και στα άλματα. Αναδείχθηκε δέκα φορές… … Dictionary of Greek
CURRU vehi — cum aliquo Procerum, magnus honor habitus. Vopiscus, initiô Aureliani, Hilaribus, quibus omnia festa et fieri debere scimus et dici, impletis sollemnibus, vehiculô me suô et iudiciali carpentô Praefectus urbis, Vir illustris, Iulius Tiberianus… … Hofmann J. Lexicon universale
στέγαστρο — το / στέγαστρον, ΝΑ, και στέγεστρον και σέγεστρον Α στεγασμένος χώρος, υπόστεγο νεοελλ. 1. στέγη, σκεπή, κάλυμμα 2. ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο υπόστεγο από μέταλλο, πλαστικό ή άλλο υλικό τουλάχιστον στη μία μεγάλη κατακόρυφη πλευρά, το οποίο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek